- ψιθυρίζω
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.)2. ηχώ μονότονααρχ.1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω φωναχτά2. (κατ' επέκτ.) συκοφαντώ («ψιθυρίζειν και διαβάλλειν», Θεμίστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψιθ-υρ-ίζω έχει προέλθει, κατά μία άποψη, από αμάρτυρο *ψυθ-υρ-ίζω, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -υ- σε -ι-. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, το αρχικό θ. ψυθ- τού ρ. ανάγεται στη ρίζα *pse-u-d- / *bhseu«φυσώ, σφυρίζω», από όπου «βγάζω ήχους χωρίς σημασία», με οδοντική δασεία και παρέκταση -θ-, και συνδέεται με το ρ. ψεύδομαι* και το ουσ. ψύθος (πρβλ. και τους τ. ψεδ-ών, ψεδ-υρός). Κατ' άλλη άποψη, ο φωνηεντισμός και ο σχηματισμός τού ρ. παραπέμπουν στη μορφή τών συνώνυμων ρ. μινυρίζω, τινθυρίζω, τιττυβίζω, οπότε δεν αποκλείεται και ο σχηματισμός τού ρ. ψιθυρίζω να ανάγεται σε ονοματοποιία αναλογική προς τα ρ. αυτά (πρβλ. και το ρ. ψίζομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.